-
1 ἀνεψιά
-
2 ἀνεψιάδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεψιάδης
-
3 ἀνεψιαδοῦς
A first cousin's son, Pherecr.203, Hermipp.86, D.44.26, Is.11.12; also, of second cousins, acc. to Poll.3.28, but this rests on a misinterpretation of D. 45.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεψιαδοῦς
-
4 ἀνεψιαδῆ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεψιαδῆ
-
5 ἀνεψιός
ἀνεψι-ός, ὁ,A first cousin, or generally, cousin, Il.9.464, Hdt.5.30,7.82, A.Pr. 856, Com.Adesp.58D., etc., v. esp. And.1.47;ἀ. πρὸς πατρός Is.11.2
;ἐκ πατρός Theoc.22.170
: comically,ἐγχέλεων ἀ. Stratt.39
. [ἀνεψιοῦ κταμένοιο Il.15.554
, = ἀνεψιόο κτ., cf. Q.S.3.295.] (Cf. Skt. ναπᾱτ 'grandson', Lat. nepos, etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεψιός
-
6 ἀνεψιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεψιότης
См. также в других словарях:
ανέψι — και ανίψι, το νεαρός ανεψιός, γενικά ανεψιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικά των ανεψιός και ανιψιός αντιστοίχως] … Dictionary of Greek
ανέψι — το και ανεψίδι, το και ανεψιός, ο βλ. ανίψι, ανιψίδι, ανιψιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)