-
1 ἀνέφελος
ἀνέφελος, ον,A unclouded, cloudless,αἴθήρ Od.6.45
; ;νύξ Plu.Arat.21
, etc.: metaph., not to be veiled or hidden, (lyr.). (ἀνν. is v.l. in Arat.415, etc.; Eust.945.4 has also the form [full] ἀνεφής, ές.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνέφελος
См. также в других словарях:
ανεφής — (Μ ἀνεφής, ές) ανέφελος, ασυγνέφιαστος … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek