Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀνεστραμμένα

См. также в других словарях:

  • ἀνεστραμμένα — ἀναστρέφω turn upside down perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀνεστραμμένᾱ , ἀναστρέφω turn upside down perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀνεστραμμένᾱ , ἀναστρέφω turn upside down perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεστραμμένας — ἀνεστραμμένᾱς , ἀναστρέφω turn upside down perf part mp fem acc pl ἀνεστραμμένᾱς , ἀναστρέφω turn upside down perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

  • ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… …   Dictionary of Greek

  • ανάγυρα — επίρρ. 1. από την ανάποδη, ανάποδα, ανεστραμμένα 2. ανάσκελα, ύπτια 3. ολόγυρα, γύρω γύρω 4. μακριά, απόμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανάγυρος < ανα * + γύρος] …   Dictionary of Greek

  • ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Καρύστου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Καρύστου στεγάζεται στο Γιοκάλειο Πνευματικό Ίδρυμα, η δυτική πτέρυγα του οποίου παραχωρήθηκε από τον ευεργέτη Νικόλαο Γιοκαλά για το σκοπό αυτό. Το μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1989, περιέχει ευρήματα από τις… …   Dictionary of Greek

  • Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • ἀνεστραμμέναι — ἀναστρέφω turn upside down perf part mp fem nom/voc pl ἀνεστραμμένᾱͅ , ἀναστρέφω turn upside down perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»