Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνερεύνητος

См. также в других словарях:

  • ἀνερεύνητος — not investigated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανερεύνητος — η, ο (Α ἀνερεύνητος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ερευνηθεί, ανεξέταστος, ανεξιχνίαστος …   Dictionary of Greek

  • ἀνερεύνητον — ἀνερεύνητος not investigated masc/fem acc sg ἀνερεύνητος not investigated neut nom/voc/acc sg ἀ̱νερεύνητον , ἀνερευνάω search out imperf ind act 2nd dual (doric aeolic) ἀνερευνάω search out pres imperat act 2nd dual ἀνερευνάω search out pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερευνήτους — ἀνερεύνητος not investigated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερευνήτων — ἀνερεύνητος not investigated masc/fem/neut gen pl ἀνερευνάω search out pres imperat act 3rd pl (doric) ἀνερευνάω search out pres imperat act 3rd dual (doric) ἀνερευνάω search out pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀνερευνάω search… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερεύνητα — ἀνερεύνητος not investigated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβασάνιστος — η, ο (Α ἀβασάνιστος, ον) [βασανίζω] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ …   Dictionary of Greek

  • αζήτητος — η, ο (Α ἀζήτητος, ον) νεοελλ. 1. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν τόν ζητούν, που δεν έχει μεγάλη κατανάλωση, ο απούλητος 2. αυτός που εγκαταλείφθηκε κάπου και κανείς δεν τόν ζήτησε 3. αδιεκδίκητος, αδιαφιλονίκητος αρχ. ανεξέταστος, ανερεύνητος.… …   Dictionary of Greek

  • αναζήτητος — η, ο αυτός που δεν αναζητήθηκε, δεν ερευνήθηκε, ο ανερεύνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζητώ. Η στερ. σημασία προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς (αναζήτητο αντικείμενο σε τελωνείο)] …   Dictionary of Greek

  • άψαχτος — η, ο εκείνος που δεν τον έψαξαν, ο ανερεύνητος: Οι αστυνομικοί δεν άφησαν γωνιά άψαχτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αψηλάφητος — αψηλάφητος, η, ο και αψηλάφιστος, η, ο αυτός που δεν ψηλαφήθηκε, απασπάτευτος, ανερεύνητος: Αποφάσισε να μην αφήσει αψηλάφητη την υπόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»