Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνεπίκριτος

См. также в других словарях:

  • ἀνεπίκριτος — not decided masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπίκριτος — η, ο (AM ἀνεπίκριτος, ον) νεοελλ. εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί επίκριση μσν. αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με την ορθή κρίση, ο παράλογος αρχ. 1. αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει οριστική κρίση,… …   Dictionary of Greek

  • ἀνεπικρίτως — ἀνεπίκριτος not decided adverbial ἀνεπίκριτος not decided masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίκριτον — ἀνεπίκριτος not decided masc/fem acc sg ἀνεπίκριτος not decided neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπικρίτοις — ἀνεπίκριτος not decided masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπικρίτου — ἀνεπίκριτος not decided masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπικρίτους — ἀνεπίκριτος not decided masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπικρίτῳ — ἀνεπίκριτος not decided masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίκριτα — ἀνεπίκριτος not decided neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίκριτοι — ἀνεπίκριτος not decided masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»