-
1 ανεπάην
ἀνεπά̱ην, ἀνά, ἐπί-ἄημιva´ti: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἀνεπά̱ην, ἀνά, ἐπί-ἄημιva´ti: imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic)ἀνά, ἐπί-ἄημιva´ti: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἀνά, ἐπί-ἄημιva´ti: imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic) -
2 ἀνεπάην
ἀνεπά̱ην, ἀνά, ἐπί-ἄημιva´ti: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἀνεπά̱ην, ἀνά, ἐπί-ἄημιva´ti: imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic)ἀνά, ἐπί-ἄημιva´ti: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἀνά, ἐπί-ἄημιva´ti: imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀνεπάην — ἀνεπά̱ην , ἀνά , ἐπί ἄημι va´ti imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀνεπά̱ην , ἀνά , ἐπί ἄημι va´ti imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic) ἀνά , ἐπί ἄημι va´ti imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀνά , ἐπί ἄημι va´ti imperf ind act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπαή — και ανεπαή και αναπά, η 1. ανάπαυση, ξεκούραση 2. ηρεμία, ησυχία 3. στήριγμα, αποκούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπάην, αόρ. τού αναπαύομαι (πρβλ. έλαβα λαβή, έφυγα φυγή)] … Dictionary of Greek
αναπαμός — και αναπαημός, ο 1. ανάπαυση, ξεκούραση 2. ησυχία 3. θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναπαμός < αναπαύω. Ο τ. αναπαημός < ανεπάην, αόρ. τού αναπαύομαι] … Dictionary of Greek