Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀνεξέργαστος

См. также в других словарях:

  • ἀνεξέργαστος — not worked out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεξέργαστος — η, ο (Α ἀνεξέργαστος, ον) νεοελλ. ο ανεπεξέργαστος αρχ. ο ατελής, ο μισοτελειωμένος …   Dictionary of Greek

  • ἀνεξέργαστον — ἀνεξέργαστος not worked out masc/fem acc sg ἀνεξέργαστος not worked out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξεργάστου — ἀνεξέργαστος not worked out masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεξέργαστα — ἀνεξέργαστος not worked out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»