-
1 ανεξεργαστος
-
2 ανεξέργαστος
η, ο [ος, ον ] незавершённый, необработанный (о дереве, металле)
См. также в других словарях:
ἀνεξέργαστος — not worked out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεξέργαστος — η, ο (Α ἀνεξέργαστος, ον) νεοελλ. ο ανεπεξέργαστος αρχ. ο ατελής, ο μισοτελειωμένος … Dictionary of Greek
ἀνεξέργαστον — ἀνεξέργαστος not worked out masc/fem acc sg ἀνεξέργαστος not worked out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξεργάστου — ἀνεξέργαστος not worked out masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξέργαστα — ἀνεξέργαστος not worked out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)