-
1 ἀνεμο-ζάλη
ἀνεμο-ζάλη, ἡ, stürmische Bewegung des Meeres, Sp.
-
2 ἀνεμοζάλη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεμοζάλη
-
3 ἀνεμοζάλη
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek