-
1 ανελέγχομαι
-
2 ἀνελέγχομαι
См. также в других словарях:
ἀνελέγχομαι — ἀνελέγχω convince pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανελέγχομαι
2 ἀνελέγχομαι
ἀνελέγχομαι — ἀνελέγχω convince pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)