Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνελίττω

См. также в других словарях:

  • ἀνελίττω — ἀνελίσσω unroll pres subj act 1st sg (attic) ἀνελίσσω unroll pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) ἀνελίσσω unroll pres subj act 1st sg (attic) ἀνελίσσω unroll pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενελίσσω — (Α ἐνελίσσω και ιων. ἐνειλίσσω και αττ. ἀνελίττω) περιτυλίγω, καλύπτω («καὶ ὑποδεδεμένων καὶ ἀνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλας και ἀρνακίδας», Πλάτ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η ενειλιγμένη ο γεωμετρικός τόπος τών κέντρων καμπυλότητας… …   Dictionary of Greek

  • συνανελίττομαι — Μ παρακολουθώ τους λόγους κάποιου για να τούς αντικρούσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνελίττω «ξεδιπλώνω, αναλύω, ερμηνεύω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»