-
1 ἀνεκποίητος
ἀνεκ-ποίητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεκποίητος
См. также в других словарях:
ημιποίητος — ἡμιποίητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος κατά το ήμισυ, ο μισοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ποίητος (< ποιώ), πρβλ. ανεκ ποίητος, θεο ποίητος] … Dictionary of Greek