-
1 ανεκφώνητα
-
2 ἀνεκφώνητα
-
3 ἀν-εκ-φώνητος
ἀν-εκ-φώνητος, unaussprechlich, Schol. Ar. Lys. 1150. Bei den Gramm. sind ἀνεκφώνητα Lautzeichen, die für sich nicht ausgesprochen werden, wie ι subscriptum.
-
4 ἀνεκφώνητος
A unpronounced letters, as ι subscriptum, EM203.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεκφώνητος
См. также в других словарях:
ἀνεκφώνητα — ἀνεκφώνητος unpronounced letters neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεκφώνητος — η, ο (AM ἀνεκφώνητος, ον) αυτός που δεν προφέρεται, «γράμματα ανεκφώνητα» όπως το υπογεγραμμένο ( ι ) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει εκφωνηθεί, δεν έχει απαγγελθεί 2. (Νομ.) υπόθεση που δεν έφθασε στο στάδιο εκδίκασης ενώπιον του δικαστηρίου με… … Dictionary of Greek