Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνεκφώνητα

См. также в других словарях:

  • ἀνεκφώνητα — ἀνεκφώνητος unpronounced letters neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεκφώνητος — η, ο (AM ἀνεκφώνητος, ον) αυτός που δεν προφέρεται, «γράμματα ανεκφώνητα» όπως το υπογεγραμμένο ( ι ) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει εκφωνηθεί, δεν έχει απαγγελθεί 2. (Νομ.) υπόθεση που δεν έφθασε στο στάδιο εκδίκασης ενώπιον του δικαστηρίου με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»