-
1 ανειλείθυια
-
2 ἀνειλείθυια
-
3 ἀνειλείθυια
ἀνειλείθυια, ἡ,A without the aid of Eileithyia, ἀ. ὠδίνων λοχιᾶν never having invoked her aid in childbirth, E. Ion 453, cf. Eust.1861.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνειλείθυια
-
4 ανειλείθυιαν
-
5 ἀνειλείθυιαν
См. также в других словарях:
ανειλείθυια — ἀνειλείθυια, η (Α) [ειλείθυια] (επίθ. της Αθηνάς) α) η γεννημένη χωρίς τη βοήθεια της θεάς του τοκετού Ειλειθυίας β) κόρη, παρθένος … Dictionary of Greek
ἀνειλείθυια — without the aid of Eileithyia fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνειλείθυιαν — ἀνειλείθυια without the aid of Eileithyia fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)