Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀνειλείθυια

См. также в других словарях:

  • ανειλείθυια — ἀνειλείθυια, η (Α) [ειλείθυια] (επίθ. της Αθηνάς) α) η γεννημένη χωρίς τη βοήθεια της θεάς του τοκετού Ειλειθυίας β) κόρη, παρθένος …   Dictionary of Greek

  • ἀνειλείθυια — without the aid of Eileithyia fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνειλείθυιαν — ἀνειλείθυια without the aid of Eileithyia fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»