-
1 ανεγείρωμεν
-
2 ἀνεγείρωμεν
См. также в других словарях:
ἀνεγείρωμεν — ἀνεγείρω wake up aor subj act 1st pl ἀνεγείρω wake up pres subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανεγείρωμεν
2 ἀνεγείρωμεν
ἀνεγείρωμεν — ἀνεγείρω wake up aor subj act 1st pl ἀνεγείρω wake up pres subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)