Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνείσακτος

См. также в других словарях:

  • ανείσακτος — η, ο (Α ἀνείσακτος, ον) νεοελλ. εμπόρευμα του οποίου δεν έγινε εισαγωγή από το εξωτερικό ή γιά τό οποίο δεν δόθηκε άδεια εισαγωγής αρχ. ο αμύητος …   Dictionary of Greek

  • ἀνεισάκτοις — ἀνείσακτος not initiated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεισάκτους — ἀνείσακτος not initiated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»