-
1 ἀνείσακτος
ἀνείσακτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνείσακτος
-
2 ανεισάκτοις
-
3 ἀνεισάκτοις
-
4 ανεισάκτους
-
5 ἀνεισάκτους
См. также в других словарях:
ανείσακτος — η, ο (Α ἀνείσακτος, ον) νεοελλ. εμπόρευμα του οποίου δεν έγινε εισαγωγή από το εξωτερικό ή γιά τό οποίο δεν δόθηκε άδεια εισαγωγής αρχ. ο αμύητος … Dictionary of Greek
ἀνεισάκτοις — ἀνείσακτος not initiated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεισάκτους — ἀνείσακτος not initiated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)