-
1 ἀνείρομαι
ἀν-είρομαι, befragen, ausfragen -
2 ἀν-έρομαι
См. также в других словарях:
ανείρομαι — ἀνείρομαι (Α) ρωτώ, ανακρίνω, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + είρομαι, του είρω (ΙΙ) «ομιλώ»] … Dictionary of Greek
1 ἀνείρομαι
2 ἀν-έρομαι
ανείρομαι — ἀνείρομαι (Α) ρωτώ, ανακρίνω, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + είρομαι, του είρω (ΙΙ) «ομιλώ»] … Dictionary of Greek