-
1 ανδρ'
ἀνδρί, ἀνδρίςwoman: fem voc sgἀνδρί, ἀνήρnar-masc dat sg——————ἄνδρα, ἀνήρnar-masc acc sgἄνδρε, ἀνήρnar-masc nom /voc /acc dual -
2 Ανδρ'
-
3 Ἄνδρ'
-
4 ἀνδρ
ἀνδρ- Some words with this prefix show erosion of emphasis on maleness. -
5 ἀνδρ'
Βλ. λ. ανδρ' -
6 ἄνδρ'
Βλ. λ. ανδρ' -
7 ἀνδράδελφος
ἀνδρ-άδελφος, ὁ,A husband's brother, brother-in-law, Suid.:—fem. [suff] ἀνδρ-αδέλφη, ἡ, husband's sister, Eust.392.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδράδελφος
-
8 ἀνδρακάς
ἀνδρ-ᾰκάς (A), Adv.A man by man, Od.13.14, Cratin.19, cf. Plu.2.151e;ἀ. καθήμενος
apart,A.
Ag. 1595, cf. Hsch. (- κάς perh. cognate with Skt. - śás in dviśás 'two by two', etc.)------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρακάς
-
9 ἀνδρεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρεών
-
10 ἀνδράγρια
ἀνδρ-άγρια, τά,A spoils of a slain enemy, Il.14.509.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδράγρια
-
11 ἀνδραλογία
ἀνδρ-αλογία, ἡ,A v. ἀνδρολογία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδραλογία
-
12 ἀνδρείκελον
ἀνδρ-είκελον, τό,A image of a man, App.BC2.147, APl.4.221 (Theaet.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρείκελον
-
13 ἀνδρείκελος
ἀνδρ-είκελος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρείκελος
-
14 ἀνδρισμός
ἀνδρ-ισμός, ὁ,A = ἀνδρεία, Poll.3.120.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρισμός
-
15 ἀνδριστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδριστέον
-
16 ἀνδριστί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδριστί
-
17 ἀνδρολέτειρα
ἀνδρ-ολέτειρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρολέτειρα
-
18 ἀνδρόω
A change into a man, Lyc.176,943.II rear up into manhood, AP7.419 (Mel.), Plu.2.490a:—[voice] Pass., become a man, reach manhood, Hdt.1.123, 2.32, Hp.Art.58, E.HF42, Ant.Lib.13.3, etc.: metaph.,διθύραμβοι ἠνδρωμένοι Macho
ap.Ath.8.341c: also in [voice] Med., = συγγενέσθαι, Hsch.III in [voice] Pass., also of a woman, virum experta sum,ἠνδρώθησαν D.C.Fr.87.3
;ἠνδρωμέναι Id.67.3
. -
19 ἀνδρύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρύνω
-
20 ἀνδρώδης
ἀνδρ-ώδης, ες,A manly,- έστεροι ᾰνδρες Emp.67
, cf. Isoc.5.76 ([comp] Comp.); ἀ. τὴν φύσιν Arist EN1171b6;- έστεροι τὰ ἤθη Id.Rh.1391a22
; ἀ. ῥυθμοί, σχήματα, D.H.Dem.43, al.;λόγοι Plu.2.110d
; : [comp] Sup., J.BJ7.8.6. Adv.-δῶς, διακεῖσθαι Isoc.12.31
: [comp] Sup.- δέστατα X.Mem.4.8.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρώδης
См. также в других словарях:
ἀνδρ' — ἀνδρί , ἀνδρίς woman fem voc sg ἀνδρί , ἀνήρ nar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄνδρ' — Ἄνδρε , Ἄνδρος fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνδρ' — ἄνδρα , ἀνήρ nar masc acc sg ἄνδρε , ἀνήρ nar masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ботаника — отрасль естествознания, исследующая растения; название ее происходит от греческого слова βοτάνη трава, и должно бы переводиться травоведение . Занимаясь распознаванием и классификацией всех растительных форм, уяснением их взаимного сродства,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
κατανδραφύσσω — (Α) φονεύω, σφάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ανδρ αφύσσω «σκοτώνω τους άνδρες» (< ανήρ ἀνδρ ός + ἀφύσσω «σκοτώνω», πρβλ. ανδρο φονώ), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek
Androgyny — For other uses, see Androgyny (disambiguation). Androgyny is a term derived from the Greek words ανήρ, stem ανδρ (anér, andr , meaning man) and γυνή (gyné, meaning woman), referring to the combination of masculine and feminine characteristics.… … Wikipedia
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia