-
1 πρεπώδης
πρεπ-ώδης, ες,A fit, proper, Ar.Pl. 793: c. dat., ib. 797: [comp] Comp.,τὸ κάλλιον -δέστερον Pl.Alc.1.135b
, cf. Phld.Mus.p.82 K.: esp. in [comp] Sup.,- δέστατα γυναικί X.Mem.2.7.10
, cf. Isoc.15.277, D.H. Pomp.4, Luc.Hipp.5, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρεπώδης
-
2 ἀνδρώδης
ἀνδρ-ώδης, ες,A manly,- έστεροι ᾰνδρες Emp.67
, cf. Isoc.5.76 ([comp] Comp.); ἀ. τὴν φύσιν Arist EN1171b6;- έστεροι τὰ ἤθη Id.Rh.1391a22
; ἀ. ῥυθμοί, σχήματα, D.H.Dem.43, al.;λόγοι Plu.2.110d
; : [comp] Sup., J.BJ7.8.6. Adv.-δῶς, διακεῖσθαι Isoc.12.31
: [comp] Sup.- δέστατα X.Mem.4.8.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρώδης
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский