-
1 ἀνδρώδης
ἀνδρ-ώδης, ες,A manly,- έστεροι ᾰνδρες Emp.67
, cf. Isoc.5.76 ([comp] Comp.); ἀ. τὴν φύσιν Arist EN1171b6;- έστεροι τὰ ἤθη Id.Rh.1391a22
; ἀ. ῥυθμοί, σχήματα, D.H.Dem.43, al.;λόγοι Plu.2.110d
; : [comp] Sup., J.BJ7.8.6. Adv.-δῶς, διακεῖσθαι Isoc.12.31
: [comp] Sup.- δέστατα X.Mem.4.8.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρώδης
См. также в других словарях:
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek