-
1 ανδραγαθημα
-
2 ανδραγάθημα
-
3 ἀνδραγάθημα
-
4 ανδραγάθημα
το подвиг, доблестный поступок -
5 ἀνδραγάθημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδραγάθημα
-
6 ἀνδραγάθημα
-
7 подвиг
подвиг м το ανδραγάθημα, το κατόρθωμα* совершить \подвиг κάνω κατόρθωμα (или ανδραγάθημα)* * *мτο ανδραγάθημα, το κατόρθωμαсоверши́ть по́двиг — κάνω κατόρθωμα ( или ανδραγάθημα)
-
8 героический
-
9 подвиг
подвигм τό ἀνδραγάθημα, τό κατόρθωμα, ὁ ἄθλος:боевой \подвиг τό πολεμικό ἀνδραγάθημα· трудовой \подвиг ὁ ἄθλος δουλείας· совершить \подвиг κάνω κατόρθωμα -
10 героический
герои||ческийприл ήρωίκός:\героическийческий подвиг τό ἀνδραγάθημα, τό ήρωΐκό κατόρθωμα. -
11 ανδραγαθημάτων
-
12 ἀνδραγαθημάτων
-
13 ανδραγαθήμασι
-
14 ἀνδραγαθήμασι
-
15 ανδραγαθήμασιν
-
16 ἀνδραγαθήμασιν
-
17 ανδραγαθήματα
-
18 ἀνδραγαθήματα
-
19 ανδραγαθήματι
-
20 ἀνδραγαθήματι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνδραγάθημα — brave neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδραγάθημα — το (Α ἀνδραγάθημα) η γενναία πράξη, το κατόρθωμα … Dictionary of Greek
ανδραγάθημα — το ηρωικό κατόρθωμα: Καυχιόταν πάντα για το ανδραγάθημά του εκείνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνδραγαθημάτων — ἀνδραγάθημα brave neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήμασι — ἀνδραγάθημα brave neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήμασιν — ἀνδραγάθημα brave neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήματα — ἀνδραγάθημα brave neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήματι — ἀνδραγάθημα brave neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθήματος — ἀνδραγάθημα brave neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
ανδραγαθία — η (AM ἀνδραγαθία) γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός νεοελλ. μσν. ανδραγάθημα, κατόρθωμα αρχ. γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα … Dictionary of Greek