-
1 ανδροτήτα
-
2 ἀνδροτῆτα
-
3 ανδρότητα
-
4 ἀνδρότητα
-
5 ἀνδροτής
ἀνδροτής, ῆτος: manliness, manly beauty; λιποῦσ' ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην, Il. 16.857, Il. 22.363; ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠύ, Il. 24.6, where the first syllable is shortened. See ἁδροτής.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνδροτής
-
6 ἀνδροτής
Grammatical information: m.Meaning: `manhood, strength' (Π 857 etc.)Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀνδροτής
См. также в других словарях:
ἀνδροτῆτα — ἀνδρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρότητα — ἀνδρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδροτής — ἀνδροτής, ῆτος, ἡ (Α) ανδρική ηλικία, ανδροσύνη, ανδρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Στον Όμηρο απαντά τ. αδροτήτα ο οποίος ή αποτελεί κεντρική παραλλαγή τού ανδροτήτα ή θα πρέπει να διορθωθεί σε δροτήτα] … Dictionary of Greek