-
1 ανδροπαις
-
2 καλλιπρωρος
21) ( о корабле) с красивой носовой частью(Ἀργοῦς σκάφος Eur.)
2) с красивым лицом, красивый (sc. ἀνδρόπαις ἀνήρ Aesch.)
См. также в других словарях:
ἀνδρόπαις — to be imperious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρόπαιδα — ἀνδρόπαις to be imperious masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek