-
1 ανδρόμεος
-
2 ἀνδρόμεος
-
3 ἀνδρόμεος
A human, κρέα, αἷμα, χρὼς ἀ., Od.9.297, 22.19, Il.20.100; ψωμοὶ ἀ. gobbets of man's flesh, Od.9.374; ὅμιλος ἁ. throng of men, Il.11.538;ἀ. κεφαλή Emp.134
; αὐδή, ἐνοπή, A.R.1.258,4.581.II ἀνδρόμεον· ἱμάτιον (Cret.), Hsch. (- μεο- cognate with Skt. - máya- in hiraṇ-máya- 'golden', etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρόμεος
-
4 ἀνδρόμεος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνδρόμεος
-
5 ανδρομέας
ἀνδρομέᾱς, ἀνδρόμεοςhuman: fem acc plἀνδρομέᾱς, ἀνδρόμεοςhuman: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἀνδρομέας
ἀνδρομέᾱς, ἀνδρόμεοςhuman: fem acc plἀνδρομέᾱς, ἀνδρόμεοςhuman: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ανδρομέη
ἀνδρόμεοςhuman: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἀνδρόμεοςhuman: fem dat sg (epic ionic) -
8 ανδρομέων
-
9 ἀνδρομέων
-
10 ανδρόμεον
-
11 ἀνδρόμεον
-
12 ανδρομέαις
-
13 ἀνδρομέαις
-
14 ανδρομέαν
-
15 ἀνδρομέαν
-
16 ανδρομέηι
-
17 ἀνδρομέηι
-
18 ανδρομέην
-
19 ἀνδρομέην
-
20 ανδρομέης
См. также в других словарях:
ανδρόμεος — ἀνδρόμεος, έα, ον (Α) ανθρώπινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + επίθημα μεος, το οποίο συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. maya] … Dictionary of Greek
ἀνδρόμεος — human masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέων — ἀνδρόμεος human fem gen pl ἀνδρόμεος human masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρόμεον — ἀνδρόμεος human masc acc sg ἀνδρόμεος human neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέαις — ἀνδρόμεος human fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέη — ἀνδρόμεος human fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέην — ἀνδρόμεος human fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέης — ἀνδρόμεος human fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέοιο — ἀνδρόμεος human masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέοις — ἀνδρόμεος human masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρομέοισι — ἀνδρόμεος human masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)