-
1 ἀνδρό-φρων
ἀνδρό-φρων, ον, männlich gesinnt, Soph. frg. 680, γυνή.
-
2 ἀνδρόφρων
См. также в других словарях:
σαρκόφρων — ον, Μ αυτός που σκέπτεται μόνο όσα αφορούν το σώμα, την υλική του υπόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ανδρό φρων] … Dictionary of Greek
χριστόφρων — ονος, ὁ, Α εκκλ. αυτός που έχει χριστιανικό φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ἀνδρό φρων] … Dictionary of Greek