-
1 ἀνδρόθηλυς
A = ἀνδρόγυνος 1, Philostr.VS1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρόθηλυς
См. также в других словарях:
μιξόθηλυς — μιξόθηλυς, υ (Α) θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θῆλυς (πρβλ. ανδρό θηλυς)] … Dictionary of Greek