-
1 ἀνδρο-φθόρος
ἀνδρο-φθόρος, Männer verderbend, tödtend, μοῖρα Pind. frg. 164; ἔχιδνα Soph. Phil. 266; – aber ἀνδρόφϑορον αἷμα, das Blut des Gemordeten, Ant. 1009 (vgl. τραγόκτονον αἷμα), obwohl Andere auch hier »Männer verderbend« übersetzen, da durch die Besudelung der Altäre mit diesem Blute Verderben über die Stadt kam.
-
2 ἀνδροφθόρος
ἀνδρο-φθόρος, Männer verderbend, tötend; das Blut des Gemordeten; Männer verderbend, da durch die Besudelung der Altäre mit Blute Verderben über die Stadt kam
См. также в других словарях:
κουροφθόρος — κουροφθόρος, ον (Μ) αυτός που φθείρει τους νέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῡρος (Ι) + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
λαοφθόρος — λαοφθόρος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο καταστρεπτικός για τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, κοσμο φθόρος] … Dictionary of Greek
λινοφθόρος — λινοφθόρος, ον (Α) αυτός πού καταστρέφει τα λινά («λινοφθόροι δ ὑφασμάτων λακίδες ἔφλαδον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, ψυχο φθόρος] … Dictionary of Greek
πυροφθόρος — ον, Α αυτός που φθείρει, που καταστρέφει το σιτάρι («πυροφθόρος νοῡσος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, οικο φθόρος] … Dictionary of Greek
μητροφθόρος — μητροφθόρος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώνει τη μητέρα του, μητροκτόνος 2. αυτός που έρχεται σε σαρκική μίξη με τη μητέρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος] … Dictionary of Greek
ναυσιφθόρος — ναυσιφθόρος, ον (Α) αυτός που φθείρει πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος] … Dictionary of Greek
ναυτιλοφθόρος — ναυτιλοφθόρος, ον (Α) αυτός που φθείρει τους ναυτιλομμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτίλος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος] … Dictionary of Greek
παιδοφθόρος — παιδοφθόρος, ον (Α) αυτός που αποπλανά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος] … Dictionary of Greek