-
1 ἀνδροφάγος
ἀνδρο-φάγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδροφάγος
-
2 ἀνδροφάγος
ἀνδρο-φάγος ( φαγεῖν): man-eating, of the Cyclops, Od. 10.200†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνδροφάγος
См. также в других словарях:
ηπατοφάγος — ἡπατοφάγος, ον (Μ) αυτός που τρώει το ήπαρ («ἡπατοφάγος λέων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο (< ήπαρ) + φαγος (θ. φαγ πρβλ. έ φαγον), πρβλ. ανδρο φάγος, ανθρωπο φάγος] … Dictionary of Greek