-
1 ανδροκτασια
ион. ἀνδροκτᾰσίη ἥ преимущ. pl. избиение людей, резня, убийство Hom., Aesch.
См. также в других словарях:
πατροκτασία — ἡ, ΝΑ η πατροκτονία, ο φόνος τού πατέρα από το παιδί του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + κτασία < *κτατος (< θ. κτα , πρβλ. ἔ κταν ον, αόρ. β τού κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. ανδρο κτασία] … Dictionary of Greek
συοκτασία — ἡ, Α συοκτονία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + κτασία (< κτατος < *κτατος, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα κτα τού ρ. κτείνω* «φονεύω»), πρβλ. ανδρο κτασία] … Dictionary of Greek