-
1 ανδροφάγος
-
2 ἀνδροφάγος
-
3 ανδροφαγος
-
4 ἀνδροφάγος
ἀνδρο-φάγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδροφάγος
-
5 ἀνδροφάγος
ἀνδρο-φάγος ( φαγεῖν): man-eating, of the Cyclops, Od. 10.200†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνδροφάγος
-
6 ἀνδροφάγος
ἀνδρο-φαγέω u. ἀνδρο-φάγος, Menschen fressen -
7 ανδροφάγον
-
8 ἀνδροφάγον
-
9 ανδροφάγα
-
10 ἀνδροφάγα
-
11 ανδροφάγοι
-
12 ἀνδροφάγοι
-
13 ανδροφάγοιο
-
14 ἀνδροφάγοιο
-
15 ανδροφάγοις
-
16 ἀνδροφάγοις
-
17 ανδροφάγους
-
18 ἀνδροφάγους
-
19 ανδροφάγω
-
20 ἀνδροφάγῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανδροφάγος — ἀνδροφάγος, ὁ (Α) ανθρωποφάγος … Dictionary of Greek
ἀνδροφάγος — eating men masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγον — ἀνδροφάγος eating men masc/fem acc sg ἀνδροφάγος eating men neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγα — ἀνδροφάγος eating men neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγοι — ἀνδροφάγος eating men masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγοιο — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγοις — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγους — ἀνδροφάγος eating men masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγων — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγῳ — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek