Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνδροφάγος

См. также в других словарях:

  • ανδροφάγος — ἀνδροφάγος, ὁ (Α) ανθρωποφάγος …   Dictionary of Greek

  • ἀνδροφάγος — eating men masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροφάγον — ἀνδροφάγος eating men masc/fem acc sg ἀνδροφάγος eating men neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροφάγα — ἀνδροφάγος eating men neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροφάγοι — ἀνδροφάγος eating men masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροφάγοιο — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροφάγοις — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροφάγους — ἀνδροφάγος eating men masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροφάγων — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροφάγῳ — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»