-
1 ανδροφθόρους
-
2 ἀνδροφθόρους
См. также в других словарях:
ἀνδροφθόρους — ἀνδρόφθορος masc/fem acc pl ἀνδροφθόρος man destroying masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανδροφθόρους
2 ἀνδροφθόρους
ἀνδροφθόρους — ἀνδρόφθορος masc/fem acc pl ἀνδροφθόρος man destroying masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)