Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνδροφθόρος

См. также в других словарях:

  • ανδροφθόρος — ἀνδροφθόρος, ον (Α) 1. φονικός 2. (προπαροξ. φρ.) «ἀνδρόφθορον αἷμα» αίμα σκοτωμένου …   Dictionary of Greek

  • ἀνδροφθόρον — ἀνδροφθόρος man destroying masc/fem acc sg ἀνδροφθόρος man destroying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροφθόρου — ἀνδρόφθορος masc/fem/neut gen sg ἀνδροφθόρος man destroying masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροφθόρους — ἀνδρόφθορος masc/fem acc pl ἀνδροφθόρος man destroying masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροφθόρων — ἀνδρόφθορος masc/fem/neut gen pl ἀνδροφθόρος man destroying masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • άφθορος — η, ο (AM ἄφθορος, ον) αδιάφθορος, αγνός αρχ. ανόθευτος, άκρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθορος < φθείρω (πρβλ. ανδροφθόρος, λαοφθόρος, οικοφθόρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»