-
1 ἀνδροφθόρος
1 man destroying ] ἀνδροφθόρον fr. 177b. -
2 ανδροφθορος
I.2губящий людей, смертоносный(μοῖρα Pind.; ἔχιδνα Soph.)
II.2происшедший от убийстваἀνδρόφθορον αἷμα Soph. — кровь убитого
-
3 ἀνδροφθόρος
ἀνδρο-φθόρος, ον,II proparox., ἀνδρόφθορον αῖμα the blood of a slain man, Id.Ant. 1022.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδροφθόρος
-
4 ἀνδροφθόρος
ἀνδρο-φθόρος, Männer verderbend, tötend; das Blut des Gemordeten; Männer verderbend, da durch die Besudelung der Altäre mit Blute Verderben über die Stadt kam -
5 ανδροφθόρον
ἀνδροφθόροςman-destroying: masc /fem acc sgἀνδροφθόροςman-destroying: neut nom /voc /acc sg -
6 ἀνδροφθόρον
ἀνδροφθόροςman-destroying: masc /fem acc sgἀνδροφθόροςman-destroying: neut nom /voc /acc sg -
7 ανδροφθόρου
-
8 ἀνδροφθόρου
-
9 ανδροφθόρους
-
10 ἀνδροφθόρους
-
11 ανδροφθόρων
-
12 ἀνδροφθόρων
См. также в других словарях:
ανδροφθόρος — ἀνδροφθόρος, ον (Α) 1. φονικός 2. (προπαροξ. φρ.) «ἀνδρόφθορον αἷμα» αίμα σκοτωμένου … Dictionary of Greek
ἀνδροφθόρον — ἀνδροφθόρος man destroying masc/fem acc sg ἀνδροφθόρος man destroying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφθόρου — ἀνδρόφθορος masc/fem/neut gen sg ἀνδροφθόρος man destroying masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφθόρους — ἀνδρόφθορος masc/fem acc pl ἀνδροφθόρος man destroying masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφθόρων — ἀνδρόφθορος masc/fem/neut gen pl ἀνδροφθόρος man destroying masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
άφθορος — η, ο (AM ἄφθορος, ον) αδιάφθορος, αγνός αρχ. ανόθευτος, άκρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθορος < φθείρω (πρβλ. ανδροφθόρος, λαοφθόρος, οικοφθόρος] … Dictionary of Greek