-
1 ἁδροτής
ἁδροτής, ἡτος, ἡ, Gedrungenheit, Dicke, Starke, Kraft; accus. bei Hom. Lesart in drei Stellen für ἀνδροτῆτα, Iliad. 16, 85722, 363 ψυχὴ δ'ἐκ ῥεϑέων πταμένη Ἄιδόσδε βεβήκει, ὃν πότμον γοόωσα, λιποῦσ' ἁδροτῆτα (ἀνδροτῆτα) καὶ ἥβην, 24, 6 Πατρόκλου ποϑέων ἁδροτῆτά (ἀνδροτῆτά) τε καὶ μένος ἠύ; Aristarch las ἀνδροτῆτα, s. Aristonic. Scholl. Illad. 24, 6, vgl. Scholl. 16, 857; – Theophr.; Stärke des Schalles, Athen. X, 415 a; Ueberfluß, N. T. Bei Sp. ἁδρότης.
-
2 ἀνδροτής
ἀνδροτής, ῆτος, ἡ, Mannheit, Hom. Iliad. 16, 857. 22, 363 ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην; 24, 6 ἀνδροτῆτά τε καὶ μένος ἠύ. Ueber die v. l. ἁδροτῆτα s. unter ἁδροτής.
См. также в других словарях:
ἀνδροτῆτα — ἀνδρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρότητα — ἀνδρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδροτής — ἀνδροτής, ῆτος, ἡ (Α) ανδρική ηλικία, ανδροσύνη, ανδρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Στον Όμηρο απαντά τ. αδροτήτα ο οποίος ή αποτελεί κεντρική παραλλαγή τού ανδροτήτα ή θα πρέπει να διορθωθεί σε δροτήτα] … Dictionary of Greek