-
1 ανδροκάπραινα
-
2 ἀνδροκάπραινα
-
3 ἀνδροκάπραινα
ἀνδρο-κάπραινα, ἡ,A lewd woman, wanton, Pherecr.17D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδροκάπραινα
См. также в других словарях:
ἀνδροκάπραινα — lewd woman fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)