Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀνδροδᾰμας

См. также в других словарях:

  • ανδροδάμας — ἀνδροδάμας, ο, η, (Α) 1. εκείνος που καταδαμάζει τους άνδρες 2. ανδροφόνος, αντροφονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + δάμας < δάμνημι «δαμάζω»] …   Dictionary of Greek

  • Ἀνδροδάμας — Ἀνδροδάμᾱς , Ἀνδροδάμας masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροδάμας — ἀνδροδάμᾱς , ἀνδροδάμας man taming masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροδάμαντα — ἀνδροδάμας man taming neut nom/voc/acc pl ἀνδροδάμας man taming masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνδροδάμαν — Ἀνδροδάμας masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνδροδάμαντα — Ἀνδροδάμας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνδροδάμαντι — Ἀνδροδάμας masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροδάμαντι — ἀνδροδάμας man taming masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνδροδάμαντος — Ἀνδροδάμας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροδάμαντος — ἀνδροδάμας man taming masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροδάμαντ' — ἀνδροδάμαντα , ἀνδροδάμας man taming neut nom/voc/acc pl ἀνδροδάμαντα , ἀνδροδάμας man taming masc acc sg ἀνδροδάμαντι , ἀνδροδάμας man taming masc/neut dat sg ἀνδροδάμαντε , ἀνδροδάμας man taming masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»