-
1 ανδρογένειαν
-
2 ἀνδρογένειαν
См. также в других словарях:
ἀνδρογένειαν — ἀνδρογένεια the man s side fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ανδρογένειαν
2 ἀνδρογένειαν
ἀνδρογένειαν — ἀνδρογένεια the man s side fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)