-
1 ἀνδροβρώς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδροβρώς
-
2 ανδροβρώσι
-
3 ἀνδροβρῶσι
-
4 ανδροβρώτα
-
5 ἀνδροβρῶτα
-
6 ανδροβρώτας
-
7 ἀνδροβρῶτας
-
8 ανδροβρώτος
-
9 ἀνδροβρῶτος
-
10 ὠμοφάγος
ὠμοφά?ὠμοφάγοςXγ-ος (parox.), ον,A eating raw flesh, carnivorous, of savage beasts, λέοντες, θῶες, λύκοι, Il.5.782, 11.479, 16.157; ; of the Centaurs, Thgn. 542; of savage men, Th.3.94, Str.15.1.57, Porph.Abst.1.13; of certain daemons,ὠμοφάγοι χθόνιοι PMag.Par.1.1444
;τὰ ὠ.
carnivores,Hp.
Vict.2.49 cod.M, Arist.HA 608b25, PA 694a1; ὠ. χάρις (cf. ἀνδροβρώς) E.Ba. 139 (lyr.).II rarely proparox. ὠμόφᾰγος, ον, [voice] Pass., eaten raw, of sacrifices offered to Dionysus, E.Fr.472.12 (anap., τάς τ' ὠμοφάγους δαίτας τελέσας codd. perh. rightly, cf. ὠμοφάγιον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠμοφάγος
См. также в других словарях:
ἀνδροβρῶσι — ἀνδροβρώς man eating masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροβρῶτα — ἀνδροβρώς man eating masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροβρῶτας — ἀνδροβρώς man eating masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροβρῶτος — ἀνδροβρώς man eating masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek