-
1 ἀνδρικός
ἀνδρικός, den Mann betreffend, männlich, χορός, aus Männern bestehend, Xen. Hell. 6, 4, 16; muthig, im Ggstz von δειλός, Plat. Phaedr. 273 b; compar., Men. 86 b; superl., Cyr. 1, 2, 19. Bei Ael. V. H. 7, 9 σεισμός, ein heftiges Erdbeben. Bes. adv., muthig, μάχεσϑαι Plat. Theaet. 204 e; πίεζε σφόδρα εὖ κἀνδρικῶς Ar. Vesp. 153; ἀνδρικώτατα ἀποϑανεῖν Equ. 81, tüchtig, wacker; ἀπομνημονεύω Plat. Phaed. 103 a; vgl. Charm. 160 e.
-
2 ἀνδρικός
ἀνδρικός, den Mann betreffend, männlich, aus Männern bestehend; mutig; tüchtig, wacker -
3 δεκ-ανδρικός
δεκ-ανδρικός, ή, όν, decemviralis, ἀρχή Laur. Lyd. de mag. Rom.
-
4 θε-ανδρικός
θε-ανδρικός, ή, όν, gottmenschlich, K. S.
-
5 θεανδρικός
θε-ανδρικός, ή, όν, gottmenschlich
См. также в других словарях:
ανδρικός — ή, ό και αντρικός (Α ἀνδρικός, ή, όν) 1. εκείνος που ανήκει ή αφορά σε άνδρα, ανδροπρεπής, αντρίκιος 2. ανθεκτικός, καρτερικός, θαρραλέος αρχ. 1. εκείνος που αποτελείται από άνδρες 2. μεγάλος, μεγάλης χωρητικότητας (κύλιξ) 3. το ανδρικόν ανδρεία … Dictionary of Greek
ἀνδρικός — ἀ̱νδρικός , ἀνδρίζω make a man of perf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀνδρικός masculine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει σε άντρα: Στο κατάστημα αυτό πουλούν μόνο ανδρικά είδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ανδρίκος, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821 από την Αθήνα. Ο Μακρυγιάννης τον αναφέρει ως υπόδειγμα γενναίου πολεμιστή. Για την πατριωτική του δράση παρασημοφορήθηκε … Dictionary of Greek
ἀνδρικά — ἀνδρικός masculine neut nom/voc/acc pl ἀνδρικά̱ , ἀνδρικός masculine fem nom/voc/acc dual ἀνδρικά̱ , ἀνδρικός masculine fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρικώτερον — ἀνδρικός masculine adverbial comp ἀνδρικός masculine masc acc comp sg ἀνδρικός masculine neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρικωτάτων — ἀνδρικός masculine fem gen superl pl ἀνδρικός masculine masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρικωτέρων — ἀνδρικός masculine fem gen comp pl ἀνδρικός masculine masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρικῶν — ἀνδρικός masculine fem gen pl ἀνδρικός masculine masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρικόν — ἀνδρικός masculine masc acc sg ἀνδρικός masculine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρικώτατα — ἀνδρικός masculine adverbial superl ἀνδρικός masculine neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)