-
1 ανδράγρια
-
2 ἀνδράγρια
-
3 ἀνδράγρια
ἀνδρ-άγρια, τά,A spoils of a slain enemy, Il.14.509.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδράγρια
-
4 ἀνδράγρια
ἀνδρ - άγρια (ἀνήρ, ἄγρη): spoils taken from men, spoils of arms, Il. 14.509†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνδράγρια
-
5 ανδράγρι'
-
6 ἀνδράγρι'
-
7 βροτόεις
II = βρότειος, Nonn.D.47.431 (s. v. l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βροτόεις
-
8 βρότος
Grammatical information: m.Meaning: mostly interpreted as `clotted blood' (Il.) Except μέλανα βρότον (ω 189) only at verse end in βρότον αἱματόεντα (Η 425)Derivatives: βροτόεις in ἔναρα βροτόεντα (Ζ 480 etc.) and βροτόεντ' ἀνδράγρια (Ε 509); further the hapax βεβροτωμένα τεύχεα (λ 41 = Q. S. 1, 717; after this Stesich. 42 δράκων... κάρα βεβροτωμένος).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Perhaps Aeolic (also the accent) for *βρατός, but connection with Skt. mūrtá- `clotted' (pres. mūrchati) is only possible if loss of the laryngeal under unknown circumstances is accepted ( στρα-τός, Aeol. στρο-τός, to Skt. stīr-ṇá- but this has appeared to be a different root); Beekes, Dev. 243. - Diff. Leumann, Hom. Wörter 124ff.: βρότος from ἄμβροτος, wrongly taken as ἀναίμων; hardly probable. - (Improbable Schulze KZ 29, 257f. (Kl. Schr. 361f.) ἀμφιβρότη ( ἀσπίς Β 389 etc.) with *βροτόν `body'.)Page in Frisk: 1,271Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρότος
См. также в других словарях:
ανδράγρια — ἀνδράγρια, τα (Α) τα λάφυρα από σκοτωμένο εχθρό και κυρίως η πανοπλία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + αγρια, πληθ. του αγριον < άγρα «κυνήγι»] … Dictionary of Greek
ἀνδράγρια — spoils of a slain enemy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδράγρι' — ἀνδράγρια , ἀνδράγρια spoils of a slain enemy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
βοάγριον — βοάγριον, το (Α) ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική] … Dictionary of Greek