-
1 ἀνα-ψάω
-
2 ἀναψάω
ἀνα-ψάω, aufstreichen, mit einem Schwamme oder dergl. aufwischen
См. также в других словарях:
ψήω — και ψάω Α 1. τρίβω και σκουπίζω, σφουγγίζω 2. λειαίνω κάτι με τριβή 3. στιλβώνω, γυαλίζω 4. (αμτβ.) γίνομαι σκόνη, διαλύομαι, εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψήω, που απαντά στο γ ενικό ψῇ και στο απρμφ. ψῆν, ανάγεται σε ρίζα *bhs ē (πρβλ. αρχ. ινδ … Dictionary of Greek