-
1 ανασωζω
тж. med.1) спасать, избавлять(τινὰ ἀπὸ φόνου и φόνου Soph.; τὰς αὑτῶν νῆας Plut.)
; pass. спасаться, благополучно возвращаться или прибывать(ἀνασωθῆναι εἰς Κατάνην Lys.; εἰς τὰς πατρίδας Xen.; ἐκ φυγῆς Polyb.)
2) восстанавливать, тж. возвращать, отвоевывать(ἀνασώσασθαι ἀρχήν Her.; τέν πατρῴαν δόξαν Xen.)
τὸν μῦθον ἀ. πρὸς τέν ἀλήθειαν Plut. — показывать истинность рассказа3) повторять, напоминать(ἐκεῖνο τὸ ἔπος Her.)
См. также в других словарях:
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
αναζωγρώ — ἀναζωγρῶ ( έω) (Α) επαναφέρω κάποιον στη ζωή, τόν ξαναζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγρῶ «σώζω τη ζωή κάποιου». ΠΑΡ. μσν. ἀναζώγρησις] … Dictionary of Greek
αναρρύω — ἀναρρύω (Α) 1. στρέφω το κεφάλι του θύματος προς τα πάνω για να του κόψω τον λαιμό, σφάζω, θυσιάζω 2. (μέσ. ομαι) ανασύρω, σώζω, απολυτρώνω 3. επανορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρύω, ερύω «έλκω, σύρω, τραβώ, απολυτρώνω» (πρβλ. αυερύω). ΠΑΡ. αρχ.… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek