-
1 ἀνα-σταλάω
ἀνα-σταλάω, dasselbe, ὕδωρ, Opp. C. 4, 324.
-
2 ἀναστάζω
ἀνα-στάζω u. ἀνα-σταλάω, hervortröpfeln lassen -
3 ἀνασταλάω
ἀνα-στάζω u. ἀνα-σταλάω, hervortröpfeln lassen
См. также в других словарях:
σταλάζω — ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α 1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ. γ. «μὴ σταλάζετε… … Dictionary of Greek