-
1 αναπιμπλημι
Pind. ἀμπίμπλημι (fut. ἀναπλήσω, aor. ἀνέπλησα)1) наполнять, переполнять(πίθον Luc.; перен. αἰσχύνης τέν πόλιν Dem.; ἀγρυπνίαν δακρύων Plat.; θορύβου στρατόπεδον Plut.)
2) выполнять, перен. претерпевать, терпеть, переносить(κήδεα Hom.; πολλὰ κακά Her.)
3) заражать(ἕτερος ἀφ΄ ἑτέρου ἀναπιμπλάμενοι Thuc.)
ἀναπλῆσαί τινα αἰτιῶν Plat. — запятнать кого-л. обвинениями
См. также в других словарях:
ανάπλεος — έα, εον και αττικός ανάπλεως, έα, ων (Α ἀνάπλεος και ἀνάπλεως) [πλέως] πλήρης, γεμάτος αρχ. μολυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + πλέως (ιων. πλέος < πίμπλημι) «πλήρης, γεμάτος»] … Dictionary of Greek