-
1 ἀνα-πόδισις
ἀνα-πόδισις, ἡ, u. ἀνα-ποδισμός, ὁ, das Zurückgehen, Hesych., die Wiederholung.
См. также в других словарях:
επαναποδισμός — ἐπαναποδισμός, ο (Α) επανεξέταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα ποδισμός «επιστροφή» (< ποδίζω «δένω»] … Dictionary of Greek