Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀνα-παύω

  • 1 αναπαυω

        ион. ἀμπαύω
        1) тж. med. (при)останавливать, прекращать
        

    (βοήν Soph.)

        ἀ. τινὰ ἔργων Hom.заставлять кого-л. прекратить работу;
        τὸν πόλεμον ἔφη οὐ πεπαῦσθαι, ἀλλ΄ ἀναπεπαῦσθαι Plut. — он сказал, что война (с Митридатом) не кончилась, а (лишь) приостановилась

        2) давать отдых
        

    (τὸ στράτευμα Xen. или τέν στρατιάν Plut.)

        ἀ. τινά τινος Soph.дать кому-л. отдохнуть от чего-л.;
        ἀ. τοὺς λειτουργοῦντας Dem. — дать передышку несущим бремя литургий;
        ἀ. ἑαυτὸν ἔκ τινος Polyb.оправляться от чего-л.;
        ἀναπαύεσθαι (v. l. παύεσθαι) τῆς διανοίας Xen.оставлять мысль (о чём-л.), отказываться от намерения

        3) преимущ. med. отдыхать
        ἀναπαύοντες ἐν τῷ μέρει Thuc. — посменно отдыхая;
        ἀναπεπαυμένος ἀπό τινος Thuc., ἔκ τινος Plat. и τινός Isocr., Luc.; — отдохнув, оправившись от чего-л.;
        σημαίνειν τῷ κέρατι ὡς ἀναπαύεσθαι Xen. — трубить сигнал к отдыху;
        τόσσ΄ εἰπὼν ἀνεπαύσατο Theocr. — сказав это, он умолк;
        δειπνήσαντες ἀνεπαύοντο Xen. — поужинав, они легли отдыхать

        4) убивать
        

    (τινά Plut.)

        5) med. умирать Plut.

    Древнегреческо-русский словарь > αναπαυω

  • 2 ανάπαυση

    ανάπαυση η
    покой, смерть:

    (αιωνία) ανάπαυση — вечный покой, смерть

    τόπος αναπαύσεως ο — место упокоения, кладбище

    Этим.
    < дргр. ανάπαυσις < αναπαύω < первоначальное значение «прекращать, заканчивать» < ανα- + παύω

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ανάπαυση

См. также в других словарях:

  • αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»