Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀνα-νεύω

См. также в других словарях:

  • ανανεύω — (Α ἀνανεύω) νεύω προς τα επάνω, κινώ το κεφάλι (ή τα φρύδια) προς τα επάνω για δήλωση αρνήσεως, νεύω αρνητικά, αρνούμαι (αντίθ. τού κατανεύω) νεοελλ. δίνω πάλι σημεία ζωής αρχ. 1. αρνούμαι να κάνω κάτι 2. σηκώνω το βλέμμα μου, κοιτάζω επάνω 3.… …   Dictionary of Greek

  • μετανεῦον — μετά , ἀνά εὕω singe imperf ind act 3rd pl (ionic) μετά , ἀνά εὕω singe imperf ind act 1st sg (ionic) μετά , ἀνά εὕω singe pres part act masc voc sg (ionic) μετά , ἀνά εὕω singe pres part act neut nom/voc/acc sg (ionic) μετά νεύω incline in any… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετανεύει — μετά , ἀνά εὕω singe pres ind mp 2nd sg (ionic) μετά , ἀνά εὕω singe pres ind act 3rd sg (ionic) μετά νεύω incline in any direction pres ind mp 2nd sg μετά νεύω incline in any direction pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»