-
1 αναμαχομαι
1) возобновлять сражение Her., Thuc., Xen.ἀ. τὸν λόγον τινός Plat. — вновь оспаривать чей-л. довод
2) заглаживать, возмещать(τέν φθοράν Arst.; τέν γεγενημένην περιπέτειαν Polyb.; τέν προτέραν ἧτταν Plut.; τὸ ἐλάττωμα Diod.)
συμμάχους προσλαβόντες οἴονται ἀναμαχέσασθαι ἄν Xen. — они рассчитывают обзавестись союзниками и отомстить (за поражение)
См. также в других словарях:
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek