-
1 ἀνα-μίμνω
ἀνα-μίμνω, p. = ἀναμένω, ἀλλήλους ἀνέμιμνον Il. 11, 171; intrans., warten, wieder Stand halten, 16, 363 ἀλλὰ καὶ ὡς ἀνέμιμνε, σάω δ'ἐρίηρας ἑταίρους.
-
2 ἀναμίμνω
ἀνα-μίμνω intrans., warten, wieder Stand halten
См. также в других словарях:
αναμίμνω — ἀναμίμνω (Α) ποιητ. τ. τού ἀναμένω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μίμνω «μένω»] … Dictionary of Greek