-
1 ανακινεω
1) подбрасывать, качать(μετέωρόν τινα Her.)
2) возбуждать, подзадоривать(θηρία Plat.; τὸν λῆρόν τινι Plut.)
3) возобновлять, растравлять(νόσον Soph.)
4) вновь разжигать, начинать(πόλεμον Plut.)
5) пробуждать, оживлять(ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plut.; δόξαι ἀνακεκίνηνται Plat.)
См. также в других словарях:
οίχομαι — οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ. β. «οἴχηται φεύγων» έφυγε και χάθηκε γ. «ὤχετ εὐθὺς ἀπιών» έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας δ. «ἐκπέφευγ , οἴχεται… … Dictionary of Greek