-
1 ανακελαδος
-
2 αναμολειν
(inf. aor. 2) пройти, пронестись
См. также в других словарях:
ανακέλαδος — ἀνακέλαδος, ο (Α) δυνατή κραυγή, έντονος θόρυβος, οχλοβοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + κέλαδος «φωνή, βοή, κραυγή»] … Dictionary of Greek
1 ανακελαδος
2 αναμολειν
ανακέλαδος — ἀνακέλαδος, ο (Α) δυνατή κραυγή, έντονος θόρυβος, οχλοβοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + κέλαδος «φωνή, βοή, κραυγή»] … Dictionary of Greek