-
1 ἀνα-κροταλίζω
ἀνα-κροταλίζω, Ath. IV, 129 c, =
-
2 ἀνα-κυμβαλιάζω
ἀνα-κυμβαλιάζω, Il. 16, 379 δίφροι δ' ἀνεκυμβαλίαζον, die Wagen schlugen, wie ein κύμβαλον klirrend, um (vgl. κροταλίζω); Aristarch las ἀνακυμβαλίαζον, s. Scholl. Didym.; eine andere alte v. l. ist ἀνεκυμβαχίαζον, s. Hesych. u. Eustath. Vgl. Luc. Zeux. 10.
См. также в других словарях:
κροταλίζω — και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) [κρόταλον] 1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι… … Dictionary of Greek
ἀνεκροταλίσαμεν — ἀνά κροταλίζω use rattles aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεκροτάλιζε — ἀνά κροταλίζω use rattles imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακροταλίζω — ἀνακροταλίζω (Α) βλ. ἀνακροτῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κροταλίζω] … Dictionary of Greek